Συστήματα φύτευσης στη ροδακινιά #
Η ροδακινιά φυτεύεται κατά τετράγωνα και κατά ορθογώνια παραλληλό¬γραμμα ή γραμμές. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβριο, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, πριν εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Η καλλιεργητική τεχνική της νεκταρινιάς είναι η ίδια μ’ αυτή της ροδακινιάς. Οι αποστάσεις φύτευσης της ροδακινιάς, ανάλογα με το υποκείμενο και το σύστημα μόρφωσης των δένδρων.
Προβλήματα επαναφύτευσης ροδακινεώνα #
Η ροδακινιά αποτυγχάνει να αναπτυχθεί σε εδάφη όπου είχε καλλιεργηθεί πριν ροδακινιά. Μερικά νεαρά δενδρυλλια αποθνήσκουν από το πρώτο καλοκαίρι μετά τη φύτευση, μερικά επιβιώνουν τη πρώτη βλαστητική περίοδο, αλλά δίνουν αδύνατη βλάστηση και αποθνήσκουν το δεύτερο καλοκαίρι. Η αποτυχία ανάπτυξης ίσως να οφείλεται σε νηματώδεις ή αφίδες ριζών ή μυκητολογικές παθήσεις ή κακή αποστράγγιση εδάφους, ή έλλειψη θρεπτικών στοιχείων ή στο χαμηλό pH εδάφους ή σε καχεξία του δενδρυλλίου κατά τη φύτευση. Αυτό ισχύει μόνο για τη ροδακινιά, αφού για παράδειγμα η δαμασκηνιά μπορεί να αναπτυχθεί κανονικά σε εδάφη που προυπήρχε ροδακινιά, όπως και η ροδακινιά σε εδάφη που προυπήρχε δαμασκηνιά. Κάποια ιδιαίτερη φροντίδα των νεαρών δενδρυλλίων και η εφαρμογή λίπανσης, κυρίως αζώτου νωρίς το καλοκαίρι, ίσως δώσει κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα. Το πρόβλημα επιπλέον μπορεί να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά με τη χρήση των κατάλληλων υποκείμενων όπως το GF 677 και GF 1869, και με απολύμανση του εδάφους DD σε δόση 50-60Kg ανά στρέμμα (με θεδάφους = 12-14oC, τουλάχιστον 2 μήνες πριν από τη φύτευση).
Καλλιέργεια εδάφους στη ροδακινιά #
Η καλλιέργεια του εδάφους του ροδακινεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, την αποθήκευση νερού, στη διατήρηση της γονιμότητας του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά ή χημικά μέσα. Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται σε ροδακινεώνα χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: (α) προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια) και (β) μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων). Τα συνήθως χρησιμοποιούμενα είναι από τα προφυτρωτικά η simazine, το casoron, το diuron κ.ά. και από τα μεταφυτρωτικά το roundup, το paraguat (γκραμοξόν) κ.ά., σύμφωνα πάντοτε με τις οδηγίες χρήσης, που αναγράφονται πάνω στα μέσα συσκευασίας των ιδιοσκευασμάτων.
Εγκατάσταση ροδακινεώνα #
Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός ροδακινεώνα, οργώνεται πριν απ’ τη φύτευση σε βάθος 30-40cm. Σε βαριά συμπαγή εδάφη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υπεδαφιοκαλλιεργητής για δημιουργία βαθύτερων (50-80 εκ.) υπεδάφειων ορυγμάτων για αποτελεσματικότερη στράγγιση. Μετά την άροση ακολουθούν μία έως δύο εφαρμογές καλλιεργητή με στόχο τη θραύση των σβόλων, την ισοπέδωση και τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τη φύτευση δενδρυλλίων.
Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν απ’ το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των δέντρων. Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόννων κατά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δένδρων, το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη.
Πριν απ’ τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δένδρων, η διάνοιξη των λάκκων, διαστάσεων 45 x 45cm και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο, και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων. Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πληρώσεως των λάκκων, αποφεύγοντας να προξενηθεί ζημιά στο ριζικό σύστημα. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόριζα. Μετά τη φύτευση ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω απ’ το δενδρύλλιο, που αποσκοπεί στη μη εκβλάστηση των ζιζανίων και στη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους, παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη των δενδρυλλίων κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των. Για διάστημα δύο ετών μετά τη φύτευση, η κατεργασία εδάφους μεταξύ των σειρών πραγματοποιείται με καλλιεργητή και συνίσταται η αποφυγή φρεζαρίσματος λόγω σχηματισμού υπεδάφειου αδιαπέραστου ορίζοντα. Σε εγκατεστημένους οπωρώνες συνιστάται η αποφυγή βαθιάς άροσης λόγω συμπίεσης του εδάφους και των προβλημάτων που δημιουργεί στο ριζικό σύστημα.
Φύτευση ροδακινιάς #
Κατάλληλη εποχή φύτευσης είναι η περίοδος από Νοέμβριο έως Μάρτιο και από Φεβρουάριο έως Μάρτιο σε θερμές και ψυχρές περιοχές αντίστοιχα. Πριν το βαθύ όργωμα εγκατάστασης, λαμβάνονται δείγματα εδάφους για τον προσδιορισμό της απαιτούμενης ποσότητας των θρεπτικών στοιχείων -κυρίως φωσφόρου, καλίου και ψευδαργύρου- που απαιτούνται για την ανάπτυξη των νεαρών δένδρων και των εδαφικών συνθηκών (μηχανική σύσταση, υδατοϊκανότητα, οξύτητα, αλατότητα, μικροβιακό φορτίο). Συνιστάται η ενσωμάτωση χωνεμένης και απολυμασμένης κοπριάς (2-3 τόνοι/στρ.) για εμπλουτισμό του εδάφους με οργανική ουσία. Πριν τη φύτευση γίνεται επισήμανση των θέσεων φύτευσης και διάνοιξη λάκκων 40-45×40-45 cm με χειροκίνητα ή αναρτώμενα σε ελκυστήρες τρυπάνια όταν το έδαφος βρίσκεται στο ρώγο του. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόρριζα, στο ίδιο βάθος που ήταν στο φυτώριο και με το σημείο εμβολιασμού να είναι τουλάχιστον 10 cm πάνω από το έδαφος. Ακολουθεί προσθήκη χώματος με οργανική κομπόστα ή οργανικό λίπασμα, ελαφρά πίεση μέχρι της πλήρους πληρώσεως των λάκκων και άρδευση. Τα δενδρύλλια φυτεύονται σε γραμμές και σε αποστάσεις που σχηματίζουν μεταξύ των δένδρων τετράγωνα, ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή ρόμβους. Οι αποστάσεις φύτευσης εξαρτώνται κατά πρώτο λόγο από την ποικιλία, τη ζωηρότητα του υποκείμενου και το σχήμα μόρφωσης, αλλά και από τη γονιμότητα και την υγρασία του εδάφους, τη μέθοδο άρδευσης και τη λιπαντική τακτική. Οι αποστάσεις φύτευσης κυμαίνονται από 4 έως 6 μέτρα μεταξύ των γραμμών και από 1.5 έως 4.5 μέτρα επί της γραμμής ανάλογα με το σχήμα μόρφωσης και το υποκείμενο. Συνιστάται η φύτευση επικονιαστών σε ποσοστό 10%, ακόμα και σε περίπτωση αυτογόνιμων ποικιλιών. Κατά τη φύτευση εγκαθίσταται το κατάλληλο αρδευτικό σύστημα.
Προβλήματα επαναφύτευσης ροδακινεώνα #
Η ροδακινιά αποτυγχάνει να αναπτυχθεί σε εδάφη όπου είχε καλλιεργηθεί πριν ροδακινιά. Μερικά νεαρά δενδρυλλια αποθνήσκουν από το πρώτο καλοκαίρι μετά τη φύτευση, μερικά επιβιώνουν τη πρώτη βλαστητική περίοδο, αλλά δίνουν αδύνατη βλάστηση και αποθνήσκουν το δεύτερο καλοκαίρι. Η αποτυχία ανάπτυξης ίσως να οφείλεται σε νηματώδεις ή αφίδες ριζών ή μυκητολογικές παθήσεις ή κακή αποστράγγιση εδάφους, ή έλλειψη θρεπτικών στοιχείων ή στο χαμηλό pH εδάφους ή σε καχεξία του δενδρυλλίου κατά τη φύτευση. Αυτό ισχύει μόνο για τη ροδακινιά, αφού για παράδειγμα η δαμασκηνιά μπορεί να αναπτυχθεί κανονικά σε εδάφη που προυπήρχε ροδακινιά, όπως και η ροδακινιά σε εδάφη που προυπήρχε δαμασκηνιά. Κάποια ιδιαίτερη φροντίδα των νεαρών δενδρυλλίων και η εφαρμογή λίπανσης, κυρίως αζώτου νωρίς το καλοκαίρι, ίσως δώσει κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα. Το πρόβλημα επιπλέον μπορεί να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά με τη χρήση των κατάλληλων υποκείμενων όπως το GF 677 και GF 1869, και με απολύμανση του εδάφους DD σε δόση 50-60Kg ανά στρέμμα (με θεδάφους = 12-14oC, τουλάχιστον 2 μήνες πριν από τη φύτευση).
Κλάδεμα ροδακινιάς #
Στη καλλιέργεια της ροδακινιάς τα πιο επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης των δένδρων είναι το κυπελλοειδές, το καθυστερημένο κυπελλοειδές, η κανονική παλμέττα, η αμφίπλευρη παλμέττα, το ατρακτοειδές, το Ύψιλον (Υ) και ο οπωρώνας τύπου λιβάδι. Αμέσως μετά εφαρόζεται κλάδεμα καρποφορίας.
Η διαμόρφωση του σκελετού και της κόμης των δένδρων με το κλάδεμα αποσκοπεί στη καλή ανάπτυξη και στη καλή υποστήριξη μεγάλου φορτίου καρπών, στο καλό φωτισμό οφθαλμών και καρπών, στο καλό αερισμό και ψεκασμό της κόμης, στην υποστήριξη δημιουργίας πλούσιας καρποφόρας βλάστησης και αποφυγής «λαίμαργων» μη καρποφόρων βλαστών και στη διευκόλυνση της εκμηχάνισης των καλλιεργητικών φροντίδων αποφεύγοντας μεγάλες τομές κλαδιών και «γονατιάσματα». Το κλάδεμα πρέπει να πραγματοποιείται από τα τέλη Ιανουαρίου -μετά το πέρας της περιόδου ετήσιων παγετών- ως τις αρχές Μαρτίου και οπωσδήποτε με ξηρό καιρό. Οι τομές κλαδέματος πρέπει να είναι πλάγιες και τα εργαλεία κλαδέματος να απολυμαίνονται τακτικά. Σε περίπτωση που δεν μπορούν να αποφευχθούν οι μεγάλες τομές, συνιστάται αυτές να καλύπτονται πάντα με κατάλληλη προστατευτική αλοιφή, αμέσως μετά το κλάδεμα. Δεν πρέπει να αφήνονται «τακούνια» γιατί στεγνώνουν και επιτρέπουν είσοδο παθογόνων ξύλου στα κλαδιά. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης των δένδρων το κλάδεμα στοχεύει στην διαμόρφωση του τελικού σχήματος (κλάδεμα μόρφωσης), ενώ σε μεγαλύτερα δένδρα στην ενίσχυση της καρποφορίας (κλάδεμα καρποφορίας).
Κλάδεμα μόρφωσης ροδακινιάς #
Το κλάδεμα μόρφωσης πραγματοποιείται κατά τα πρώτα έτη, αποσκοπώντας τόσο στο σχηματισμό του βασικού σκελετού, όσο και στη γρήγορη ανάπτυξή και είσοδο στην παραγωγή. Τα σχήματα μόρφωσης μπορεί να είναι χωρίς κεντρικό άξονα (πολύ κοντός κορμός) ή με μεγάλο κεντρικό άξονα. Τα πιο διαδεδομένα είναι το κανονικό κύπελλο με ή χωρίς υποβραχίονες, το χαμηλό κύπελλο, το «Υ» και το «U» εγκάρσια ή λοξά ή παράλληλα των γραμμών, καθώς και σχήματα κεντρικού άξονα όπως το κυπαρισσάκι (πυραμίδα), το παλαμοειδές και το μονόκλωνο. Τα σχήματα «Υ» και «U», καθώς και αυτά με κεντρικό άξονα προσφέρονται για γραμμικά συστήματα καλλιέργειας (παλμέτες). Τα σχήματα με κεντρικό άξονα μπορούν να χρησιμοποιούνται σε οπωρώνες πυκνής φύτευσης (>100 δένδρα/στρ.), επιτρέπουν την είσοδο των δένδρων νωρίτερα στη παραγωγή και έχουν τη μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα, αλλά απαιτούν μεγαλύτερη ένταση εισροών.
Κλάδεμα καρποφορίας ροδακινιάς #
Το κλάδεμα καρποφορίας εφαρμόζεται ετησίως για την διατήρηση του σχήματος των δένδρων, τη δημιουργία επαρκούς νέας καρποφόρας βλάστησης και τη μείωση των εισροών, με τη διατήρηση στο δένδρο άριστου αριθμού βλαστών κανονικής ζωηρότητας. Αφαιρούνται οι παλαιότεροι και οι προσβεβλημένοι βλαστοί ώστε να σχηματίζονται νέοι και να παραμένει στο δένδρο ο απαραίτητος αριθμός καρποφόρων βλαστών. Αυστηρό κλάδεμα απαιτείται για την ανάπτυξη των οφθαλμών που απαντούν σε ξύλο ενός έτους και δέχθηκαν ικανοποιητικό φωτισμό με τη βοήθεια θερινών κλαδεμάτων την προηγούμενη χρονιά, οπότε δίνουν καλύτερα άνθη και καρπούς την επόμενη άνοιξη. Με μικτό κλάδεμα πραγματοποιείται ταυτοχρόνως η αραίωση των αδύνατων και πλεοναζόντων κλάδων και η σύντμηση, σε διάφορο μήκος, των εναπομεινάντων κλάδων, η οποία εν συνεχεία ευνοεί την ανάπτυξη καρποφόρου ξύλου για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο. Οι επιτραπέζιες ποικιλίες καρποφορούν κυρίως σε μικτούς καρποφόρους κλάδους μήκους 40-60 cm. Στις συμπύρηνες ποικιλίες που φέρουν αξιόλογη καρποφορία και σε καρποφόρα λογχοειδή, θα πρέπει τα κλαδέματα να είναι λιγότερο αυστηρά. Για μεγαλόκαρπες ποικιλίες καθώς και για μεγάλης ηλικίας δέντρα ή με αδύνατη βλάστηση, συνιστάται το κοντό κλάδεμα, με σύντμηση των ξυλοφόρων κλάδων σε 2 οφθαλμούς και των καρποφόρων κλάδων σε 2 έως 8 ανθοφόρους οφθαλμούς, ανάλογα με τη ζωηρότητα και την παραγωγή του δένδρου και μετά την αφαίρεση πυκνών κλάδων. Όταν εφαρμόζεται βραχύ κλάδεμα, τα δένδρα χρειάζονται ελαφρύ ή καθόλου αραίωμα καρπών, λόγω μειωμένων ανθοφόρων οφθαλμών που οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή. Μακρό κλάδεμα εφαρμόζεται στις υπερπρώιμες και πρώιμες ποικιλίες, που συνήθως είναι μικρόκαρπες, και σε νεαρά δένδρα, συνοδευόμενη από αυστηρή αραίωση καρπών. Συνίσταται η σύντμηση ξυλοφόρων κλάδων σε 2 οφθαλμούς (οι ανθοφόροι παραμένουν άθικτοι), αφαίρεση της πλάγιας αδύνατης βλάστησης και αραίωμα των ανεπιθύμητων και σε πυκνή διάταξη κλάδων. Επίσης, με το κλάδεμα αφαιρούνται συνήθως ολόκληρα κλαδιά τα οποία είναι καχεκτικά, σκιάζουν ή γενικά, βρίσκονται σε θέση που εμποδίζουν, και οι ζωηροί (λαίμαργοι) βλαστοί με κατακόρυφη κατεύθυνση από τη βάση τους. Είναι προτιμότερο να μην αφαιρείται μέρος μόνο του κλαδιού, γιατί μετά παρουσιάζεται περισσότερη βλάστηση. Ταυτόχρονα με το κλάδεμα, αφαιρούνται από το φυτό προσβεβλημένα ή ξερά κλαδιά.
Χλωρό/Θερινό κλάδεμα ροδακινιάς #
Πραγματοποιείται τους καλοκαιρινούς μήνες για βελτίωση αερισμού της κόμης, φωτισμού και χρώματος των καρπών και βοηθά στη διατήρηση υγιούς παραγωγικού ετήσιου ξύλου με ανθοφόρους οφθαλμούς σε όλη την κόμη του δένδρου. Αφαιρούνται οι λαίμαργοι και οι προσβεβλημένοι βλαστοί από την κόμη του δένδρου που τότε είναι ευδιάκριτοι. Σε περίπτωση κινδύνου από εγκαύματα οι λαίμαργοι βραχύνονται στον 1ο πλάγιο από τη βάση. Σε περίπτωση ανάγκης αντικατάστασης βραχιόνων, επιλέγονται ζωηροί (λαίμαργοι) βλαστοί με κατακόρυφη κατεύθυνση, που βρίσκονται σε κατάλληλη θέση. Ιδανική περίοδος χλωρού κλαδέματος είναι τον Ιούνιο έως το αργότερο 15 Ιουλίου ή 15 ημέρες πριν τη συγκομιδή σε οψιμότερες ποικιλίες. Η εργασία μπορεί να επαναληφθεί με διαφορά 15 έως 20 ημερών, ούτως ώστε να αφαιρούνται οι περισσότεροι βλαστοί που δεν χρειάζονται για τη διατροφή των καρπών και για την καρποφορία του επόμενου έτους.
Αραίωμα καρπών ροδακινιάς #
Το αραίωμα των καρπών της ροδακινιάς είναι αναγκαίο, γιατί βελτιώνει το μέγεθος και την ποιότητα των καρπών, κυρίως, όταν το δένδρο έχει μεγάλο φορτίο. Ο βαθμός αραιώματος των καρπών εξαρτάται κάπως απ’ το δυνητικό μέγεθος του ώριμου καρπού μιας συγκεκριμένης ποικιλίας. Γενικά, όσο μικρότερο είναι το κανονικό μέγεθος του καρπού κατά την ωρίμαση, τόσο πιο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η απόσταση μεταξύ των καρπών, που αφήνονται επί του βλαστού. Η κατάλληλη όμως απόσταση αραιώματος μερικώς εξαρτάται και απ’ τη φυλλική επιφάνεια κατά καρπό και τη ζωηρότητα του δένδρου. Συνήθως απαιτούνται περίπου 35 υγιή, μέσου μεγέθους πράσινα φύλλα για την παραγωγή ενός καρπού καλού μεγέθους και καλής ποιότητας. Κατά το αραίωμα των καρπών, πρέπει να αφήνεται μόνον ένας καρπός σε κάθε 15-20cm επί του βλαστού. Αν και το αραίωμα αυτό είναι αυστηρό και ακριβό, πρέπει να ενθυμούμεθα ότι οι μικροί καρποί δύσκολα διατίθενται στο εμπόριο. Επίσης το αραίωμα διευκολύνει τη συγκομιδή των καρπών και μειώνει τον κίνδυνο σπασίματος των κλάδων, που φέρουν μεγάλο φορτίο. Οι πρώιμες ποικιλίες, που έχουν την τάση να υπερκαρποφορούν, πρέπει να αραιώνονται καλά, πριν από την φυσική καρπόπτωση του Ιουνίου, γιατί έτσι το μέγεθος των καρπών αυξάνει σημαντικά και η ωρίμαση – επιταχύνεται. Οι πρώιμες ποικιλίες έχουν πολύ μικρότερη περίοδο ανάπτυξης του καρπού τους απ’ ότι οι όψιμες. Το πρώιμο αραίωμα των καρπών στις πρώιμες ποικιλίες δεν αυξάνει μόνο το μέγεθος των καρπών, αλλά και την ποσότητα της νεαρής βλάστησης και του μεγέθους των φύλλων. Αν το αραίωμα πολλών πρώϊμων ποικιλιών καθυστερήσει πολύ μετά την έναρξη σκλήρυνσης του πυρήνα, το τελικό μέγεθος του καρπού δε θα αυξηθεί σημαντικά. Αυτό επισυμβαίνει κυρίως, όταν κατά την αρχή της βλαστικής περιόδου και κατά τη συγκομιδή επικρατούν ξηρικές καιρικές συνθήκες.
Στις μεσοπρώϊμες και όψιμες ποικιλίες το αραίωμα πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη φυσική καρπόπτωση του Ιουνίου, κατά το οποίο θα πρέπει να αφαιρούνται οι μικρότεροι και ελαττωματικοί καρποί. Πειραματικά δεδομένα, που αφορούν την ποικιλία Elberta έχουν δείξει ότι, αν η καρπόδεση είναι μέτρια και η καρπόπτωση του Ιουνίου είναι μέτρια μεγάλη και το πραίωμα γίνει αμέσως μετά την καρπόπτωση του Ιουνίου, συνήθως συμβάλλει στην παραγωγή καρπών καλού μεγέθους και χρώματος. Αν όμως το αραίωμα καθυστερήσει και γίνει κατά την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα ή και αργότερα μέχρι την έναρξη της τρίτης περιόδου αύξησης του καρπού, συνεχίζει να έχει θετική επίδραση στην τελική αύξηση του μεγέθους του καρπού. Καλό είναι, κατά το αραίωμα, να λαμβάνεται υπόψη, εκτός απ’ τη συγκεκριμένη απόσταση (15-20cm), που πρέπει να αφήνεται από καρπό σε καρπό επί του βλαστού, η φυλλική επιφάνεια, η ζωηρότητα και η παραγωγική ικανότητα του δένδρου. Μετά από έναν ανοιξάτικο παγετό, μερικές φορές, τα μόνα άνθη που επιβιώνουν είναι εκείνα που βρίσκονται στη βάση των επάκριων βλαστών του δένδρου. Όταν αυτό επισυμβεί, οι καρποί δεν αραιώνονται, και αν ακόμα ο ένας καρπός αγγίζει τον άλλο, γιατί η φυλλική επιφάνεια είναι επαρκής γι’ όλους τους καρπούς.
Το αραίωμα των καρπών μπορεί να γίνει με το χέρι, με κλάδεμα (αφαίρεση βλαστών) κατά τη χειμερινή περίοδο ή κατά την άνθηση (σε παγετοπληκτες περιοχές), με ειδικά κοντάρια μήκους 1,3 έως 2,6 μέτρων ή και μακρύτερα, με δονητές και με χημικά μέσα. Το αραίωμα των καρπών με το χέρι, αν και είναι ο ακριβότερος τρόπος αραιώματος, είναι όμως και ο καλύτερος. Στη χώρα μας συνηθίζεται το αραίωμα να γίνεται με το χέρι. Οι τρόποι αραιώματος με κλάδεμα, με κοντάρια και δονητές εφαρμόζονται κυρίως στις ΗΠΑ, Αυστραλία και Ν. Αφρική, αλλά δεν είναι πολύ αποτελεσματικοί και χρειάζεται να γίνει συμπληρωματικό αραίωμα με το χέρι. Τα χημικοαραιωτικά (άλλα αποτελεσματικά κατά την άνθηση και άλλα επί των αναπτυσσόμενων καρπών) μπορεί να χρησιμοποιηθούν για αραίωμα των καρπών της ροδακινιάς κάτω υπό ειδικές συνθήκες. Αλλά το καθένα χωριστά δε δίνει σταθερά αποτελέσματα. Τα πιο πολλά προκαλούν χλώρωση στα φύλλα και μερικά φυλλόπτωση στις συνιστώμενες αποτελεσματικές δόσεις. Συνεπώς το χημικό αραίωμα, με τα σημερινά δεδομένα, δε συνιστάται για τη ροδακινιά.
Εδαφοκάλυψη ροδακινιάς #
Ως καλλιεργητική πρακτική, η εδαφοκάλυψη εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση των ανταγωνιστικών ζιζανίων κοντά στον κορμό των δέντρων ή πάνω στη γραμμή και δίνει καλά αποτελέσματα σε ελαφριά εδάφη. Επιτρέπεται έτσι η μείωση των εισροών κυρίως θρεπτικών και νερού. Σαν υλικό εδαφοκάλυψης, χρησιμοποιείται μαύρο ή ανακλαστικό πλαστικό φύλλο ή οργανικά υλικά όπως άχυρο, πριονίδια, υπολείμματα κλαδέματος και φλοιοί δένδρων. Όλα τα παραπάνω υλικά έχουν μεγάλο κόστος και έχουν μειονεκτήματα ή ιδιαίτερες απαιτήσεις. Το ανακλαστικό πλαστικό χρησιμοποιείται σε κάποιους οπωρώνες και για εδαφοκάλυψη μεταξύ των γραμμών έως τη συγκομιδή των καρπών κυρίως για πρωίμιση της ωρίμανσης και βελτίωση της ποιότητας των καρπών στην κατώτερη κόμη.
Συγκομιδή ροδάκινου #
Οι καρποί δεν αποκτούν τον επιθυμητό βαθμό ωριμότητας ταυτόχρονα. Συνεπώς δεν ενδείκνυται να συγκομίζονται όλοι οι καρποί ενός δένδρου σε μια συλλογή. Συνήθως ωριμάζουν με την ίδια χρονική σειρά που εκπτύσσονται και τα άνθη. Επομένως η συγκομιδή πρέπει να γίνεται σε 2-3 χέρια. Η συγκομιδή γίνεται με το χέρι και θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε υα αποφεύγονται κτυπήματα, μωλωπισμοί και κακοί χειρισμοί των καρπών, γιατί είναι καρποί ευπαθείς και φθείρονται γρήγορα. Η μηχανική συγκομιδή εφαρμόζεται κυρίως μόνο στις κονσερβοποιήσιμες ποικιλίες.
Συντήρηση ροδάκινου #
Τα ροδάκινα, αν και δε συντηρούνται για μακρόν, μπορεί να διατηρηθούν για 2-4 βδομάδες, ανάλογα με την ποικιλία και το βαθμό ωριμότητας, περίπου στους 0oC και σχετική υγρασία 90%. Συνιστάται ταχεία πρόψυξη (υδρόψυξη) στους 0oC αμέσως μετά τη συγκομιδή, γιατί επιβραδύνεται η ωρίμαση και παρεμποδίζεται η ανάπτυξη μικροοργανισμών, που προκαλούν ταχεία φθορά στους καρπούς.
Λίπανση ροδακινιάς #
Η ροδακινιά είναι απαιτητική σε ανόργανα θρεπτικά στοιχεία και κυρίως σε άζωτο (Ν) και κάλιο (Κ). Το είδος και η ποσότητα του λιπαντικού στοιχείου εξαρτάται απ’ τον τύπο του εδάφους και τη γονιμότητά του, την κατασκευή και την περιεκτικότητά του σε χούμο, από τις κλιματικές συνθήκες κι άλλους παράγοντες. Συνήθως όμως λαμβάνεται υπόψη το μήκος της επάκριας βλάστησης του προηγούμενου χρόνου και η παραγωγή, προκειμένου να καθοριστεί η ποσότητα παροχής των λιπαντικών στοιχείων. Δένδρα με μεγάλη καρποφορία, ή δένδρα με αραιό, η ελαφρά χλωρωτικό φύλλωμα χρειάζονται αυξημένες ποσότητες λίπανσης. Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης 15-20 μονάδες για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 75-100kg λιπάσματος), 5-6 μονάδες για το φώσφορο (σαν υπερφωσφορικό 25-30kg λιπάσματος) και 15-20 μονάδες για το κάλιο (σαν θειικό κάλιο 30-40 kg λιπάσματος) και κάθε 2 χρόνια για φώσφορο και κάλιο, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων συνιστάται να γίνεται χρονικά, όπως στη βερυκοκκιά. Οι ανάγκες της ροδακινιάς σε θρεπτικά στοιχεία μπορεί να προσδιοριστούν επαρκώς με ανάλυση φύλλων, αν και διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την περιεκτικότητα του φύλλου σε κάποιο στοιχείο. Η σύσταση των φύλλων κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου ποικίλλει σημαντικά. Η πιο κατάλληλη περίοδος για την παραλαβή φύλλων, για ανάλυση, είναι ο μήνας Ιούλιος. Ως πιο κατάλληλα για δειγματοληψία φύλλα είναι τα φύλλα της βάσης μέχρι τα μέσα του βλαστού, που έχουν εκπτυχθεί πλήρως, γιατί δίνουν πιο σταθερές τιμές.
Η ανάλυση εδάφους έχει πολύ μικρή σημασία στον προσδιορισμό των αναγκών της ροδακινιάς σε θρεπτικά στοιχεία. Όπως και στην δαμασκηνιά παρατηρούνται και στην ροδακινιά φαινόμενα τροφοπενιών.
Άρδευση ροδακινιάς #
Οι υδατικές ανάγκες αυξάνονται από την ανθοφορία μέχρι την ωρίμανση (BBCH 65-87) και ιδιαίτερα κρίσιμες περίοδοι για επαρκή διαθεσιμότητα νερού άρδευσης είναι αυτές της καρπόδεσης, της αύξησης του καρπού, της σκλήρυνσης του πυρήνα και της αλλαγής χρώματος του καρπού (BBCH 72-81). Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης των οφθαλμών απαιτείται ικανοποιητική αλλά όχι υπερβολική υγρασία εδάφους. Η ανεπάρκεια νερού κατά την ανάπτυξη των βλαστών μειώνει το μήκος της βλάστησης, ενώ κατά την εμφάνιση της ταξιανθίας αυξάνει τον σχηματισμό καρποφόρων οφθαλμών. Η επάρκεια νερού κατά τη διάρκεια της καρπόδεσης και της ωρίμανσης συμβάλει στην αύξηση του μεγέθους και στην ομοιόμορφη ωρίμανση αντίστοιχα. Οι απαιτήσεις σε νερό είναι αυξημένες κυρίως από αρχές Ιουνίου έως τέλη Αύγουστου, οπότε οι και απώλειες νερού προς την ατμόσφαιρα λόγω αυξημένης διαπνοής και εξάτμισης είναι μεγάλες. Η εξατμισοδιαπνοή μπορεί να παρακολουθείται με κατάλληλα όργανα και σε συνδυασμό με τη γνώση της υδατοϊκανότητας της ριζόσφαιρας και της τρέχουσας υδατικής της κατάστασης να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και επαρκής αναπλήρωση της αποθήκης νερού του εδάφους. Για την κάλυψη των υδατικών αναγκών απαιτούνται κατά κανόνα 500-600 m3/στρ. ετησίως. Η συχνότητα και η ένταση άρδευσης εξαρτώνται από τη μηχανική σύσταση του εδάφους, τις καιρικές συνθήκες, το φαινολογικό στάδιο και τη μέθοδο άρδευσης. Αρδεύσεις πρέπει να γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε η υγρασία του εδάφους να διατηρείται στο επίπεδο της υδατοϊκανότητας του. Η υπεράρδευση προκαλεί έκπλυση των θρεπτικών στοιχείων και μείωση του οξυγόνου στο ριζόστρωμα σε ελαφριά και βαριά εδάφη αντίστοιχα. Πρέπει να εξασφαλίζεται τόσο η διαθεσιμότητα του αρδευτικού νερού, όσο και η καταλληλότητα του μέσω διενέργειας αναλύσεων.
Μέθοδοι & Πρακτικές άρδευσης ροδακινιάς #
Η άρδευση γίνεται με κατάκλιση (αυλάκια), με καταιονισμό (μικροεκτοξευτήρες) και με σταγόνα. Συνιστάται στάγδην άρδευση λόγω μηδενισμού απορροής, οικονομίας ενέργειας και μείωσης κινδύνου εμφάνισης ασθενειών και ανάπτυξης ζιζανίων. Σε περιοχές με υψηλή ετήσια βροχόπτωση αλλά περιοδική ξηρασία κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των βλαστών, συνιστάται λελογισμένη άρδευση την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού με στόχο την αύξηση της ζωηρότητας της βλάστησης σε ελαφρά κλαδεμένα δένδρα. Σε περιοχές με ξηρή άνοιξη, συνιστάται άρδευση κατά τα στάδια εμφάνισης της ταξιανθίας και της άνθισης (BBCH 51-69). Από την καρπόδεση έως και τα τέλος διόγκωσης των καρπών (BBCH 71-79), συνιστάται έγκαιρη έναρξη αρδεύσεων εάν δεν υπάρχουν ικανοποιητικές βροχοπτώσεις. Η ομοιόμορφη ωρίμανση των καρπών (BBCH 81-87) εξασφαλίζεται με εντατικές αρδεύσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα έως τη συγκομιδή. Οι αρδεύσεις διακόπτονται περίπου μία εβδομάδα πριν τη συγκομιδή για την αποφυγή προσβολών από μονίλια και την αύξηση της συντηρησιμότητας του προϊόντος. Επιβεβλημένη κρίνεται η εφαρμογή άρδευσης μετά από κάθε χέρι συγκομιδής εκτός από τις πολύ όψιμες ποικιλίες. Επάρκεια νερού απαιτείται και μετά τη συγκομιδή (BBCH 91-97) για τη μακροβιότητα των δένδρων, η οποία επιτυγχάνεται μέσω αρδεύσεων σε αραιά χρονικά διαστήματα και με μειωμένη αρδευτική δόση σε περιπτώσεις που δεν σημειώνονται πρώιμες βροχοπτώσεις. Οι αρδεύσεις διακόπτονται με την έναρξη των βροχοπτώσεων.
Ευφυής άρδευση #
Το νερό είναι ένας ανανεώσιμος φυσικός πόρος, απαραίτητος για τη διατήρηση της ζωής και του περιβάλλοντος, αλλά και για την ανάπτυξη των περισσοτέρων οικονομικών δραστηριοτήτων.
Η συνεχώς αυξανόμενη έλλειψη νερού και η συνεχής υποβάθμιση της ποιότητάς του είναι εμφανής σε πολλά μέρη του κόσμου, κάνοντας την ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση του φυσικού αυτού πόρου ζωτικής σημασίας. Ιδιαίτερα δε στην Ελλάδα, όπου ο μεγαλύτερος καταναλωτής των διαθέσιμων υδάτινων πόρων είναι η αρδευόμενη γεωργία, η ζήτηση νερού είναι σημαντική τη θερινή περίοδο – κατά την οποία η διαθεσιμότητα νερού μειώνεται– για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών, και επομένως η διαχείριση των υδάτων στον αγροτικό τομέα θεωρείται επιβεβλημένη, τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος, όσο και για τη διατήρηση του γεωργικού εισοδήματος.
Η ορθολογική χρήση του αρδευτικού νερού στο χωράφι μπορεί να επιτευχθεί με τη λήψη μέτρων και την υιοθέτηση ενεργειών από την πλευρά του παραγωγού, σε συνεργασία με γεωπόνους εξειδικευμένους στις αρδεύσεις.
Η βασικότερη από τις ενέργειες αυτές είναι ο επιστημονικός προγραμματισμός των αρδεύσεων. Για τον σκοπό αυτό, απαιτείται ο υπολογισμός των αρδευτικών αναγκών με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια, δηλαδή τη χρήση δεδομένων από αγρομετεωρολογικούς σταθμούς, την εφαρμογή φυτικών συντελεστών προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες και την εκτίμηση της υδατοχωρητικότητας του χωραφιού.
Επιπλέον, απαραίτητη είναι η χρήση αισθητήρων εδαφικής υγρασίας για την ενημέρωση των παραγωγών σχετικά με την υγρασιακή κατάσταση του χωραφιού και την ένδειξη προτεινόμενης άρδευσης. Ακόμα, η βελτίωση της γνώσης – για τις ελληνικές συνθήκες – σχετικά με τις επιπτώσεις στην παραγωγή από την έλλειψη νερού, καθώς και ο εντοπισμός των ευαίσθητων σε νερό σταδίων ανάπτυξης της καλλιέργειας για τη διατήρηση της παραγωγής σε υψηλά επίπεδα, θα επιτρέψει την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής ελλειμματικής άρδευσης, ιδιαίτερα χρήσιμης σε περιόδους ή χρονιές έντονης λειψυδρίας.
Άλλες βασικές και καθημερινές φροντίδες που θα μειώσουν τη χρήση νερού στο χωράφι αποτελούν:
α) H διατήρηση του αρδευτικού συστήματος που χρησιμοποιείται σε καλή κατάσταση, ώστε να επιτυγχάνεται ομοιόμορφη άρδευση.
β) H αποφυγή άρδευσης σε συνθήκες υψηλής εξάτμισης (πολύ υψηλές θερμοκρασίες, ισχυροί άνεμοι).
Τέλος, η χρέωση του αρδευτικού νερού, με βάση τον χρησιμοποιούμενο όγκο και όχι την έκταση της αρδευόμενης γης, θεωρείται απαραίτητη, αφενός λόγω της επιχειρηματικής διάστασης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και αφετέρου λόγω της ανάγκης προστασίας των φυσικών πόρων, όπως είναι το νερό. Άλλωστε, η προσέγγιση αυτή αποτελεί βασικό κίνητρο εξοικονόμησης νερού, χωρίς αυτό να λείψει από τις καλλιέργειες, ενώ παράλληλα αποτελεί και επιβράβευση του σωστού παραγωγού.